- θεωροῦντες
- θεωρέωto be apres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
видѣтисѧ — ВИ|ДѢТИСѦ (44), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ. гл. 1.Быть видимым, представляться, казаться: повелѣвъша свѣтьло коупьно и радостьно. цр҃квьноѥ творить зьданиѥ... больши же бл҃годать и веселиѥ въ цр҃къвънѣмь вид˫ашетьс˫а помостѣ. (ὡρᾶτο) ЖФСт XII, 49 об.; нъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
позоровати — ПОЗОР|ОВАТИ (22), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Смотреть: ни позорѹють позорищь. (ϑεωρεῖν) КЕ XII, 117а; Пьрвии бо въскочьше въ врѣмѧ гонѥни˫а сто˫аще на сѹдищи. и позорѹюще ст҃ыихъ мч҃нкъ тъщащиихсѧ къ вѣньцю вышьн˫ааго зъвани˫а. и доброю рьвьностию.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek